καλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που έχει ωραία πόδια, [[εύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλόπους]] και [[καλάπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />[[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. Για τη [[διατήρηση]] της λ. σε άλλες γλώσσες <b>βλ. λ.</b> [[καλαπόδι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλόπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που έχει ωραία πόδια, [[εύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[πολύπους]], [[ωκύπους]]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλόπους]] και [[καλάπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />[[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. Για τη [[διατήρηση]] της λ. σε άλλες γλώσσες <b>βλ. λ.</b> [[καλαπόδι]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾱλόπους:''' ποδος ὁ [[κᾶλον]] сапожная колодка Plat.
|elrutext='''κᾱλόπους:''' ποδος ὁ [[κᾶλον]] сапожная колодка Plat.
}}
}}

Revision as of 07:35, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

ὁ, A v. καλάπους.
κᾰλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with beautiful feet, Suid.: but

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].

Russian (Dvoretsky)

κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.