ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[ζυγοφόρος]], -ον και ποιητ. τ. [[ζυγηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], που φέρει [[ζυγό]] («ζυγοφόροι ἵπποι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αγγελιαφόρος]], [[αχθοφόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:35, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewh. in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.