στενολέσχης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), [[πρβλ]]. [[πλατυλέσχης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one that talks subtly, quibbler, Suid.
German (Pape)
[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
Greek (Liddell-Scott)
στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυλέσχης.
Greek Monotonic
στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
Middle Liddell
στενο-λέσχης, ου, ὁ,
a quibbler.