Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχινοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροκέφαλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:30, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῑνοκέφᾰλος Medium diacritics: σχινοκέφαλος Low diacritics: σχινοκέφαλος Capitals: ΣΧΙΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: schinoképhalos Transliteration B: schinokephalos Transliteration C: schinokefalos Beta Code: sxinoke/falos

English (LSJ)

ον, (A σχῖνος ΙΙ) with a squill-shaped, i.e.peaked. head, epithet of Pericles, Cratin.71, cf. Plu.Per.3, 13, Poll.2.43 (with v.l. ἐχιν-).

German (Pape)

[Seite 1056] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

σχῑνοκέφᾰλος: -ον, (σχοῖνος ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la tête grosse et allongée (comme un oignon marin).
Étymologie: σχῖνος, κεφαλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηροκέφαλος.

Greek Monotonic

σχῑνοκέφᾰλος: -ον (σχῖνος II), αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σχῑνοκέφᾰλος: с головой в форме морской луковицы, т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῑνοκέφαλος -ον [σχῖνος, κεφαλή] met uienhoofd (van Pericles). Plut. Per. 3.4.

Middle Liddell

σχῑνο-κέφᾰλος, ον, σχῖνος II]
with a squill-shaped (i. e. peaked) head, epithet of Pericles, Plut.