λιμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - " shortd." to " shortened")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λιμνήτης]], ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[living]] in marshes, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[epithet]] of [[Artemis]], dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.
|mdlsjtxt=[[λιμνήτης]], ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[living]] in marshes, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[epithet]] of [[Artemis]], dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:10, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνήτης Medium diacritics: λιμνήτης Low diacritics: λιμνήτης Capitals: ΛΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: limnḗtēs Transliteration B: limnētēs Transliteration C: limnitis Beta Code: limnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος, A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56. II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμνήτης, σκηνήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth.