κοσκινοράφος: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koskinorafos | |Transliteration C=koskinorafos | ||
|Beta Code=koskinora/fos | |Beta Code=koskinora/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, | |Definition=[ᾰ], ὁ, one who [[sew]]s ([[leather]]) [[sieve]]s, PTeb.540 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]]. | |mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:49, 20 September 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].