ἐκγλύφω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκγλύφω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[κοίλο]] με [[γλύφανο]] ή [[εκγλυφίδα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς | |mltxt=(AM [[ἐκγλύφω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[κοίλο]] με [[γλύφανο]] ή [[εκγλυφίδα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ» — του έβγαλαν τα μάτια)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκκολάπτω]], [[ξεπουλιάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:15, 1 January 2022
English (LSJ)
[ῠ], A scoop out, τὸν χόνδρον Meges ap.Orib.44.24.1 : pf. Pass. ἐξέγλυμμαι Pl.R.616d; part. ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618. II hatch, τὰ νεόττια Ael.NA2.33 :—Med., ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17 :—also intr. in Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν) ἐκγλύφει GP. 14.7.28.
German (Pape)
[Seite 755] 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγλύφω: ῠ, διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ: ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ πρκμ. ἐκγέγλυμαι, εὑρίσκομεν τὸν ἀνώμαλον ἐξέγλυμμαι ἐν Πλάτ. Πολ. 616D· πρβλ. κατεγλώττισμαι. ΙΙ. ἐκκολάπτω, «ξεπουλιάζω», τὰ νεόττια Αἰλ. π. Ζ. 2. 33· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Πλουτ. Τ. Γράκχ. 17· ἴδε Κόντ. ἐν Σωκράτει σ. 133.
French (Bailly abrégé)
casser l’œuf pour faire éclore;
Moy. ἐκγλύφομαι (ao. 3ᵉ pl. ἐξεγλύψαντο) m. sign.
Étymologie: ἐκ, γλύφω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1vaciar, ahuecar καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον Thphr.HP 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618
•cirug. legrar ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1
•hacer salir del cascarón rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.NA 2.33
•cascar, romper el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.AI 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas. γράμμα CIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.TG 17.
Greek Monolingual
(AM ἐκγλύφω)
καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα
μσν.
φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ» — του έβγαλαν τα μάτια)
αρχ.
εκκολάπτω, ξεπουλιάζω.
Greek Monotonic
ἐκγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω·
I. σκαλίζω, κάνω κάτι κοίλο· ανώμ. Παθ. παρακ. ἐξέγλυμμαι, σε Πλάτ.
II. εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγλύφω: (ῠ)
1) выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;
2) med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.).
Middle Liddell
fut. ψω
I. to scoop out: irr. perf. pass. ἐξέγλυμμαι Plat.
II. to hatch, Plut.