διακόνησις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διᾱκόνησις:''' εως ἡ обслуживание ([[ἄνευ]] θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις). | |elrutext='''διᾱκόνησις:''' εως ἡ обслуживание ([[ἄνευ]] θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - [[varia lectio|v.l.]] διαπονήσεις). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst. | |elnltext=διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A serving, doing service, Pl.Lg.633c.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
servicio, acción de servir Pl.Lg.633c, Sch.E.Alc.98.
Greek Monolingual
διακόνησις (-εως), η (Α) διακονώ
υπηρεσία, εξυπηρέτηση.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκόνησις: εως ἡ обслуживание (ἄνευ θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v.l. διαπονήσεις).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst.