σημειωτός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. [[σημειώδης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, [[varia lectio|v.l.]] [[σημειώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 9 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.
German (Pape)
[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v.l. σημειώδης.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ σημειῶ, -ώνω
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.
Russian (Dvoretsky)
σημειωτός: [adj. verb. к σημειόω обозначенный, отмеченный Sext.