ἐπινύμφειος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπινύμφειος:''' (Soph. - v. l. ἐπὶ νυμφείοις) = [[ἐπινυμφίδιος]]. | |elrutext='''ἐπινύμφειος:''' (Soph. - [[varia lectio|v.l.]] ἐπὶ νυμφείοις) = [[ἐπινυμφίδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπι-νύμφειος, ον = [[ἐπινυμφίδιος]], Soph.] | |mdlsjtxt=ἐπι-νύμφειος, ον = [[ἐπινυμφίδιος]], Soph.] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.
Greek Monolingual
ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινύμφειος: (Soph. - v.l. ἐπὶ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος.
Middle Liddell
ἐπι-νύμφειος, ον = ἐπινυμφίδιος, Soph.]