ὀφθαλμοδουλεία: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' v. l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT. | |elrutext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' [[varia lectio|v.l.]] ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest. | |mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2022
English (LSJ)
ἡ, A eye-service, Ep.Eph.6.6: in plural, Ep.Col.3.22.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l’œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.
English (Strong)
from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.
English (Thayer)
(T WH ὀφθαλμοδουλία; see Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and this from ὀφθαλμός and δοῦλος) (A. V. eye-service i. e.) service performed (only) under the master's eye (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή μόνον παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, ἀλλά καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).
Greek Monolingual
ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῡλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.
Greek Monotonic
ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, έκφραση δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική δουλικότητα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμοδουλεία: v.l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.