ῥοδανός: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[waving]], [[swaying]], Il. 18.576† (v. l. ῥαδαλόν). | |auten=[[waving]], [[swaying]], Il. 18.576† ([[varia lectio|v.l.]] ῥαδαλόν). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:31, 9 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, perhaps A wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perhaps παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).
German (Pape)
[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.
English (Autenrieth)
waving, swaying, Il. 18.576† (v.l. ῥαδαλόν).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.
Greek Monotonic
ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, απαλός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ῥοδᾰνός: гибкий (δονακεύς Hom.).
Middle Liddell
ῥοδᾰνός, ή, όν
waving, flickering, Il. [deriv. uncertain]