τριγέρων: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(για πράγματα) πολύ [[παλαιός]], [[παμπάλαιος]] (α. «[[τριγέρων]] μῡθος [[τάδε]] φωνεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[τριγέρων]] [[οἶνος]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[γέρος]], [[υπέργηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
|mltxt=-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(για πράγματα) πολύ [[παλαιός]], [[παμπάλαιος]] (α. «[[τριγέρων]] μῡθος [[τάδε]] φωνεῖ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[τριγέρων]] [[οἶνος]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[γέρος]], [[υπέργηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγέρων Medium diacritics: τριγέρων Low diacritics: τριγέρων Capitals: ΤΡΙΓΕΡΩΝ
Transliteration A: trigérōn Transliteration B: trigerōn Transliteration C: trigeron Beta Code: trige/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, A triply old, i. e. very old, τ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, A.Ch.314 (anap.); τ. Νέστωρ AP7.144, cf. 157.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως γέρων ἢ τρὶς γέρων, δηλ. ὑπεργήρως, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, μῦθος τρὶς ἢ πολλάκις λεχθείς, παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. Νέστωρ Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ οἶνος Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ, ἡ)
trois fois vieux, très vieux.
Étymologie: τρίς, γέρων.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῖ», Αισχύλ.
β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.)
αρχ.
(για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + γέρων.

Greek Monotonic

τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή παλιός, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, παμπάλαιος μύθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγέρων: οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний (μῦθος Aesch.; Νέστωρ Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.

Middle Liddell

τρῐ-γέρων, οντος, [from τρῐγένεια]
triply old, τρ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, Aesch.