σύριγμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῑται τὸ <i>σ</i> τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῦν
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῖται τὸ <i>σ</i> τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῦν
τος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]].
τος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]].
}}
}}

Revision as of 08:05, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύριγμα Medium diacritics: σύριγμα Low diacritics: σύριγμα Capitals: ΣΥΡΙΓΜΑ
Transliteration A: sýrigma Transliteration B: syrigma Transliteration C: syrigma Beta Code: su/rigma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, A sound of a pipe, in plural, E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.

Greek (Liddell-Scott)

σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Greek Monolingual

και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῖται τὸ σ τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῦν τος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.

Greek Monotonic

σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur. ):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.

Russian (Dvoretsky)

σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.

Middle Liddell

σύ¯ριγμα, ατος, τό, συρίζω
the sound of a pipe, Eur., Ar.