παροικοδομώ: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῑχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].