εμφορούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έομαι) (AM ἐμφοροῦμαι και ἐμφορῶ)<br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] από κάποιο [[συναίσθημα]], διαπνέομαι από κάποια [[σκέψη]] ή [[ιδέα]], κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ [[ἀξίως]] ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κάνω]] υπερβολική [[χρήση]] ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν
|mltxt=(-έομαι) (AM ἐμφοροῦμαι και ἐμφορῶ)<br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] από κάποιο [[συναίσθημα]], διαπνέομαι από κάποια [[σκέψη]] ή [[ιδέα]], κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῦ [[ἀξίως]] ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κάνω]] υπερβολική [[χρήση]] ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν
το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταίνω]], [[γεμίζω]] το [[στομάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι, μεταφέρομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εισάγω]], [[χύνω]], [[γεμίζω]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], [[εντείνω]]<br /><b>5.</b> [[επισωρεύω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιρρίπτω]] στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταίνω]], [[γεμίζω]] το [[στομάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι, μεταφέρομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εισάγω]], [[χύνω]], [[γεμίζω]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], [[εντείνω]]<br /><b>5.</b> [[επισωρεύω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιρρίπτω]] στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἐμφοροῦμαι και ἐμφορῶ)
μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῦ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)
αρχ.-μσν.
είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)
μσν.
χορταίνω, γεμίζω το στομάχι
αρχ.
1. εισάγω, φέρνω μέσα
2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι
3. εισάγω, χύνω, γεμίζω
4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω
5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.