επιμέλεια: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιμέλεια]]) [[επιμελής]]<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], [[μέριμνα]] (α. «τὴν τοῦ | |mltxt=η (AM [[ἐπιμέλεια]]) [[επιμελής]]<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], [[μέριμνα]] (α. «τὴν τοῦ ναυτικοῦ ἐπιμέλειαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[εργατικότητα]] («ἐδειξε [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] στη [[διάρκεια]] της φετινής χρονιάς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] και [[υποχρέωση]] προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους [[πρόσωπο]] ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την [[άσκηση]] δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]] για την άρτια [[έκδοση]] συγγράμματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιμονή]]<br /><b>2.</b> [[φρουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιατρική [[περίθαλψη]] αρρώστων<br /><b>2.</b> [[επιτροπεία]], [[επίβλεψη]] ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:56, 13 June 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμέλεια) επιμελής
1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῦ ναυτικοῦ ἐπιμέλειαν», Θουκ.
β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.)
2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια της φετινής χρονιάς»)
νεοελλ.
1. δικαίωμα και υποχρέωση προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την άσκηση δικαιοπραξιών
2. φροντίδα για την άρτια έκδοση συγγράμματος
μσν.
1. επιμονή
2. φρουρά
αρχ.
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστων
2. επιτροπεία, επίβλεψη ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.