λαμπαδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=λαμπαδοῡχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῡχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῡχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]].
|mltxt=λαμπαδοῦχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῦχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῦχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπαδοῦχος Medium diacritics: λαμπαδοῦχος Low diacritics: λαμπαδούχος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΟΥΧΟΣ
Transliteration A: lampadoûchos Transliteration B: lampadouchos Transliteration C: lampadouchos Beta Code: lampadou=xos

English (LSJ)

ον, torch-carrying, bright-beaming, ἁμέρα E. IA 1506 (lyr.); λ. δρόμος, λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Lyc. 734, Sch. Ar. Ra. 131.

German (Pape)

[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπαδοῦχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῦχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῦχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.

Greek Monotonic

λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδοῦχος: факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный (ἁμέρα Eur.).

Middle Liddell

λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]
torch-carrying, bright-beaming, Eur.