τέχνασμα: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:25, 13 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or.1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond.53v.9, Hdn. 4.15.2. II artifice, trick, E.Or.1560, Ar.Th.198, X.HG6.4.7, Ezek.Exag.41.
German (Pape)
[Seite 1102] τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
Greek (Liddell-Scott)
τέχνασμα: τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, ἔργον τέχνης τεχνούργημα, κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, ἐργαλεῖον σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. τέχνημα. ΙΙ. τέχνασμα, ὡς καὶ νῦν, δόλος, Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
artifice, machination, ruse.
Étymologie: τεχνάζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τεχνάζω / -ομαι]
1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού
2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.)
αρχ.
καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», Ηρωδιαν.).
Greek Monotonic
τέχνασμα: -ατος, τό (τεχνάζω)·
I. οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, εργόχειρο, κέδρου τεχνάσματα, λέγεται για κέδρινο φέρετρο, σε Ευρ.
II. τέχνασμα, δόλος, στον ίδ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τέχνασμα: ατος τό
1) хитрость, ухищрение, выдумка, уловка Eur., Arph., Xen. etc.;
2) pl. произведение, изделие: κέδρου τεχνάσματα Eur. кедровый гроб.
Middle Liddell
τέχνασμα, ατος, τό, τεχνάζω
I. anything made or done by art, a handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar-coffin, Eur.
II. an artifice, trick, Eur., Xen.