υπερπηδώ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
|mltxt=ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ [[πηδῶ]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] από [[κάτι]], [[ξεπερνώ]] με [[πήδημα]] (α. «υπερπήδησε την τάφρο με [[ευκολία]]» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους [[πανταχῇ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εξουδετερώνω]], [[υπερνικώ]] (α. «υπερπήδησε [[πολλά]] εμπόδια» β. «θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε [[βροτός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[παραβαίνω]] (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην [[κορυφή]]» β. «δικαστήρια καὶ [[νόμιμα]] ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα [[οὕτως]] ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με αρνητική σημ.) [[παραγκωνίζω]], [[υποσκελίζω]] («έγινε [[διευθυντής]] υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[ορμή]] ή [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ πηδῶ
1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε βροτός», Σοφ.)
β) παραβαίνω (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην κορυφή» β. «δικαστήρια καὶ νόμιμα ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα οὕτως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
μτφ. (με αρνητική σημ.) παραγκωνίζω, υποσκελίζω («έγινε διευθυντής υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)
αρχ.
1. διέρχομαι πάνω από κάτι με μεγάλη ορμή ή ταχύτητα
2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).