καταχθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[υπεραχθής]]].
|mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῖο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[υπεραχθής]]].
}}
}}

Revision as of 09:10, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθής Medium diacritics: καταχθής Low diacritics: καταχθής Capitals: ΚΑΤΑΧΘΗΣ
Transliteration A: katachthḗs Transliteration B: katachthēs Transliteration C: katachthis Beta Code: kataxqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄχθος) A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322. II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.

German (Pape)

[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044· καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322· λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.

Greek Monolingual

καταχθής, -ές (Α)
1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῖο», Άρατ.)
2. παραφορτωμένος
3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» — βαριά πέτρα, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επαχθής, υπεραχθής].