έρδω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (πρβλ. [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῖς ἐπὶ βωμοῖς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (πρβλ. [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῖς ἐπὶ βωμοῖς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.