ἔνταλμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />en lit. jud.-crist. [[orden]], [[mandato]] ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX <i>Is</i>.29.13, cf. <i>Ep.Col</i>.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν [[αὐτοῦ]] LXX <i>Ib</i>.23.11, cf. 2<i>Ep.Clem</i>.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.<i>Dial</i>.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.<i>Annunt</i>.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.<i>Haer</i>.70.5.3.
|dgtxt=-ματος, τό<br />en lit. jud.-crist. [[orden]], [[mandato]] ἐντάλματα ἀνθρώπων [[LXX]] <i>Is</i>.29.13, cf. <i>Ep.Col</i>.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν [[αὐτοῦ]] [[LXX]] <i>Ib</i>.23.11, cf. 2<i>Ep.Clem</i>.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.<i>Dial</i>.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.<i>Annunt</i>.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.<i>Haer</i>.70.5.3.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 16:15, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνταλμα Medium diacritics: ἔνταλμα Low diacritics: ένταλμα Capitals: ΕΝΤΑΛΜΑ
Transliteration A: éntalma Transliteration B: entalma Transliteration C: entalma Beta Code: e)/ntalma

English (LSJ)

ατος, τό, A = ἐντολή, LXXIs.29.13, Ev.Matt.15.9, al.

German (Pape)

[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
en lit. jud.-crist. orden, mandato ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX Is.29.13, cf. Ep.Col.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ LXX Ib.23.11, cf. 2Ep.Clem.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.Dial.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.Annunt.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.Mt.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.Haer.70.5.3.

English (Strong)

from ἐντέλλομαι; an injunction, i.e. religious precept: commandment.

English (Thayer)

ἐνταλματος, τό (ἐντέλλομαι (see ἐντέλλω)), a precept: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).)

Greek Monolingual

το (AM ἔνταλμα)
εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής
νεοελλ.
1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψηένταλμα συλλήψεως»), βίαιη προσαγωγή, προφυλάκιση ή προσωπική κράτηση κάποιου
2. μήνυμα, είδηση.

Greek Monotonic

ἔνταλμα: -ατος, τό = ἐντολή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔνταλμα: ατος τό ἐντέλλω наставление, заповедь NT.

Middle Liddell

ἔνταλμα, ατος, τό, = ἐντολή, NTest.]

Chinese

原文音譯:œntalma 恩-他而馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:在內-完成(果效) 相當於: (אָשֻׁר‎ / אַשֻּׁר‎) (מִצְוָה‎)
字義溯源:命令,規條,吩咐;源自(διακελεύω / ἐντέλλω)=吩咐);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (διάταγμα)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);西(1)
譯字彙編
1) 吩咐(3) 太15:9; 可7:7; 西2:22