ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans liaison avec, τινι ; isolé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιπλέκω]]. | |btext=ος, ον :<br />sans liaison avec, τινι ; isolé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιπλέκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:50, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A without connection with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.
German (Pape)
[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.
Spanish (DGE)
-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.
Greek Monolingual
ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.
Greek Monotonic
ἀνεπίπλεκτος: -ον (ἐπί, πλέκω), αυτός που δεν έχει επικοινωνία ή σύνδεση με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
Middle Liddell
[ἐπί, πλέκω
without connection with others, isolated, Strab.