ἀκριτόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόμῡθος:'''<br /><b class="num">1)</b> бессвязно болтающий, говорящий вздор ([[Θερσίτης]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).
|elrutext='''ἀκρῐτόμῡθος:'''<br /><b class="num">1)</b> бессвязно болтающий, говорящий вздор ([[Θερσίτης]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[бессвязный]], [[путаный]] (ὄνειροι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[recklessly]] or [[confusedly]] [[babbling]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[hard]] of [[interpretation]], Od.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[recklessly]] or [[confusedly]] [[babbling]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[hard]] of [[interpretation]], Od.
}}
}}

Revision as of 10:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόμῡθος Medium diacritics: ἀκριτόμυθος Low diacritics: ακριτόμυθος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: akritómythos Transliteration B: akritomythos Transliteration C: akritomythos Beta Code: a)krito/muqos

English (LSJ)

ον, A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].

Greek Monotonic

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, I. αυτός που φλυαρεί απερίσκεπτα ή συγκεχυμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυσερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόμῡθος:
1) бессвязно болтающий, говорящий вздор (Θερσίτης Hom.);
2) бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).

Middle Liddell


I. recklessly or confusedly babbling, Il.
II. hard of interpretation, Od.