ἀνασοβέω: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνασοβέω:'''<br /><b class="num">1)</b> ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> спугивать (τὴν ἄγραν Plat.). | |elrutext='''ἀνασοβέω:'''<br /><b class="num">1)</b> ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждать]], [[раздражать]] (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> спугивать (τὴν ἄγραν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[scare]] and make to [[start]] up, to [[rouse]], Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with [[hair]] on end [[through]] [[fright]], Luc. | |mdlsjtxt=<br />to [[scare]] and make to [[start]] up, to [[rouse]], Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with [[hair]] on end [[through]] [[fright]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 19 August 2022
English (LSJ)
A scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.
German (Pape)
[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.
Spanish (DGE)
1 espantar, ahuyentar ἄγραν Pl.Ly.206a
•fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14
•intimidar, amedrentar με Pl.Ep.348a, τοὺς μάρτυρας PEnteux.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c
•abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
•en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse, ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν PLond.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι PCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas. (γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους SB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.Tim.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.ITr.30.
Greek Monotonic
ἀνασοβέω: μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασοβέω:
1) ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;
2) возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);
3) спугивать (τὴν ἄγραν Plat.).
Middle Liddell
to scare and make to start up, to rouse, Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with hair on end through fright, Luc.