ἐκλιπής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκλῐπής:'''<br /><b class="num">1)</b> оставленный, брошенный (ἅπασιν ἐκλιπὲς [[τοῦτο]] ἦν τὸ [[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> недостающий, нехватающий (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.
|elrutext='''ἐκλῐπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оставленный]], [[брошенный]] (ἅπασιν ἐκλιπὲς [[τοῦτο]] ἦν τὸ [[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[недостающий]], [[нехватающий]] (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc.
|mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῐπής Medium diacritics: ἐκλιπής Low diacritics: εκλιπής Capitals: ΕΚΛΙΠΗΣ
Transliteration A: eklipḗs Transliteration B: eklipēs Transliteration C: eklipis Beta Code: e)kliph/s

English (LSJ)

ές, (ἐκλείπω) A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.

German (Pape)

[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.

Spanish (DGE)

-ές
1 omitido, pasado por alto τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores Th.1.97, cf. Arr.An.1.12.2.
2 deficiente, falto, vacío c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser Gorg. en Arist.Xen.980a6
subst. τὸ ἐ. el vacío Plu.2.479b.
3 que sufre eclipse, eclipsado c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol Th.4.52, cf. D.C.55.22.3.

Greek Monolingual

ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῖς πρὸ εμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐκλῐπής: -ές,
I. αυτός που εξασθενεί, ελλιπής, ατελής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, σε Θουκ.
II. αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλῐπής:
1) оставленный, брошенный (ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc.);
2) недостающий, нехватающий (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.

Middle Liddell

ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω
I. failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, Thuc.]
II. omitted, overlooked, Thuc.