μισθοφορία: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μισθοφορία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> получение жалованья, служба по найму Dem., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[жалованье]], [[плата]] (τοῖς στρατιώταις Xen.). | |elrutext='''μισθοφορία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[получение жалованья]], [[служба по найму]] Dem., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[жалованье]], [[плата]] (τοῖς στρατιώταις Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μισθοφορία]], ἡ,<br />[[service]] as a [[mercenary]], Dem. | |mdlsjtxt=[[μισθοφορία]], ἡ,<br />[[service]] as a [[mercenary]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A service for wages, service as a mercenary, D.49.49, D.S.16.61. II = μισθοφορά, IG22.145.9 (iv B.C.), Pl.Grg.515e (s. v.l.), v.l. in X.An.7.1.3.
German (Pape)
[Seite 191] ἡ, das Lohndavontragen, Dienst für Sold, D. Sic. 16, 61 u. Sp.; = μισθοφορά, Plat. Gorg. 515 e; ὁπόσαι εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας ἕνεκα, Xen. Ath. 1, 3, besoldete Aemter.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφορία: ἡ, ἡ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, Δημ. 1199. 4, Διόδ. 16. 61 ΙΙ. συχνάκις συγχεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων μετὰ τοῦ μισθοφορά, ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 3 Schneid. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service à gages, fonction salariée;
2 revenu, rente.
Étymologie: μισθοφόρος.
Greek Monolingual
μισθοφορία, ἡ (Α) μισθοφόρος
1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία
2. μισθοφορά («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μισθοφορία: ἡ, υπηρεσία κάποιου ως μισθοφόρου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μισθοφορία: ἡ
1) получение жалованья, служба по найму Dem., Diod.;
2) жалованье, плата (τοῖς στρατιώταις Xen.).
Middle Liddell
μισθοφορία, ἡ,
service as a mercenary, Dem.