περιφράσσω: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιφράσσω:''' атт. [[περιφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[ограждать]], [[защищать]] (ἑαυτόν Plat.). | |elrutext='''περιφράσσω:''' атт. [[περιφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[обносить забором]], [[огораживать]] (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[ограждать]], [[защищать]] (ἑαυτόν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[fence]] all [[round]], Plat. | |mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[fence]] all [[round]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 19 August 2022
English (LSJ)
Att. περιφράττω, A fence, fortify all round, ἐμαυτόν Pl.R. 365b; κύκλον δένδρεσι Str.4.5.2; of armour, Hld.9.15; enclose, περόνη π. λίθον Procop.Aed.3.1:—Med., separate off for oneself, μέρος [τῆς στοᾶς] αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139:—Pass., πίλοις περιπεφραγμένα Hp. Aër.18; πόλις περιπεφρ. Sm.Ps.30(31).22; to be obstructed, f.l. for παραφρ-in Gal.UP8.6. 2 make a dam, φρυγάνοις καὶ λίθοις Arist. HA603a9.
German (Pape)
[Seite 599] attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω ἢ ὀχυρώνω ὁλόγυρα, προφυλάττω πανταχόθεν, ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας Πλάτ. Πολ. 365Β˙ σεαυτὸν φιλίᾳ περιφράξας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 28. 38˙ ― Παθ., αὖται δὲ πίλοις περιπεφραγμέναι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291˙ πόλις περιπεφρ. Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ. 2) περικλείω τι, φράττω ὁλόγυρα, λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 5.
French (Bailly abrégé)
entourer d’une barrière ou d’une enceinte.
Étymologie: περί, φράσσω.
Greek Monolingual
και περιφράττω ΝΜΑ και περιφράζω Ν
1. φράζω ολόγυρα, κατασκευάζω φράχτη γύρω σε κάτι
2. περιορίζω, προστατεύω, προφυλάσσω («φρόντισε να περιφράξει τη θεωρία του με τύπους»)
αρχ.
1. οχυρώνω
2. κατασκευάζω φράγμα ή μώλο.
Greek Monotonic
περιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, περιζώνω με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περιφράσσω: атт. περιφράττω
1) обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);
2) ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).