ἐπιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιτερπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приятный]], [[прелестный]] (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; [[βίος]] Plut.): ἐ. [[ἰδεῖν]] Plut. приятный на вид;<br /><b class="num">2)</b> преданный наслаждениям (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).
|elrutext='''ἐπιτερπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приятный]], [[прелестный]] (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; [[βίος]] Plut.): ἐ. [[ἰδεῖν]] Plut. приятный на вид;<br /><b class="num">2)</b> [[преданный наслаждениям]] (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-τερπής, ές [[τέρπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[pleasing]], [[delightful]], Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[devoted]] to [[pleasure]], Plut.
|mdlsjtxt=ἐπι-τερπής, ές [[τέρπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[pleasing]], [[delightful]], Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[devoted]] to [[pleasure]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:11, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτερπής Medium diacritics: ἐπιτερπής Low diacritics: επιτερπής Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: epiterpḗs Transliteration B: epiterpēs Transliteration C: epiterpis Beta Code: e)piterph/s

English (LSJ)

ές, A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e; ἰδεῖν Plu.Rom.16; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25 : Sup., τὰ ἐπιτερπέστατα Democr.233. Adv. ἐπιτερπῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13. II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 agréable, charmant;
2 adonné au plaisir.
Étymologie: ἐπιτέρπω.

Greek Monolingual

ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.

Greek Monotonic

ἐπιτερπής: -ές (τέρπω),
I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ.
II. αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτερπής:
1) приятный, прелестный (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; βίος Plut.): ἐ. ἰδεῖν Plut. приятный на вид;
2) преданный наслаждениям (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).

Middle Liddell

ἐπι-τερπής, ές τέρπω
I. pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.
II. devoted to pleasure, Plut.