καταβλακεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταβλᾱκεύω:''' по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.).
|elrutext='''καταβλᾱκεύω:''' [[по небрежности портить]], [[повреждать]], [[приводить в негодность]] (τι Xen.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-βλακεύω verwaarlozen.
|elnltext=κατα-βλακεύω verwaarlozen.
}}
}}

Revision as of 10:49, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλᾱκεύω Medium diacritics: καταβλακεύω Low diacritics: καταβλακεύω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katablakeúō Transliteration B: katablakeuō Transliteration C: katavlakeyo Beta Code: katablakeu/w

English (LSJ)

A treat carelessly, mismanage, Hp.Art.52 (sed leg. καταμβλ-), X.An.7.6.22:—in Pass., καταβλακευόμενοι ἄνθρωποι negligent, slothful, Just.Nov.95.1.2.

German (Pape)

[Seite 1340] aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλᾱκεύω: μεταχειρίζομαί τι ἀδεξίως καὶ ἀμελῶς, ἀμελῶ, καταρρᾳθυμῶ, καταβλακεύουσι τὴν διόρθωσιν τοῦ σώματος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οὔτε γὰρ ἠδικήσαμεν τοῦτον οὐδέν, οὔτε κατεβλακεύσαμεν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22. ― Παθ., εἶμαι ἀμελὴς ἢ ὀκνηρός, Γρηγ. Ναζ. περὶ Θεολογ. 539Α. ― Καθ’ Ἡσύχ. «καταβλακεύειν· ῥᾳθυμεῖν, ἢ δαπανᾶν ῥαθύμως».

French (Bailly abrégé)

négliger, laisser se perdre ou détériorer par négligence.
Étymologie: κατά, βλακεύω.

Greek Monolingual

καταβλακεύω (Α)
1. μεταχειρίζομαι κάτι με αμέλεια, αδέξια, παραμελώ, αμελώ
2. παθ. καταβλακεύομαι
είμαι αμελής ή οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλακεύω «είμαι οκνηρός»].

Russian (Dvoretsky)

καταβλᾱκεύω: по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλακεύω verwaarlozen.