δυστόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυστόπαστος:''' с трудом отгадываемый, едва постижимый ([[αἴνιγμα]] Eur.; [[αἰτία]] Plut.): δ. [[εἰδέναι]] Eur. непознаваемый.
|elrutext='''δυστόπαστος:''' [[с трудом отгадываемый]], [[едва постижимый]] ([[αἴνιγμα]] Eur.; [[αἰτία]] Plut.): δ. [[εἰδέναι]] Eur. непознаваемый.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόπαστος Medium diacritics: δυστόπαστος Low diacritics: δυστόπαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystópastos Transliteration B: dystopastos Transliteration C: dystopastos Beta Code: dusto/pastos

English (LSJ)

ον, A hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.

Greek Monolingual

δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.

Greek Monotonic

δυστόπαστος: -ον (τοπάζω), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει κάποιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυστόπαστος: с трудом отгадываемый, едва постижимый (αἴνιγμα Eur.; αἰτία Plut.): δ. εἰδέναι Eur. непознаваемый.

Middle Liddell

δυσ-τόπαστος, ον τοπάζω
hard to guess, Eur.

English (Woodhouse)

dark, obscure, hard to conjecture, hard to divine, hard to guess, hard to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)