εὐαπολόγητος: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐᾰπολόγητος:''' легко извиняемый, простительный ([[ἀδίκημα]] Plut.). | |elrutext='''εὐᾰπολόγητος:''' [[легко извиняемый]], [[простительный]] ([[ἀδίκημα]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-απολόγητος, ον [[ἀπολογέομαι]]<br />[[easy]] to [[excuse]], Plut. | |mdlsjtxt=εὐ-απολόγητος, ον [[ἀπολογέομαι]]<br />[[easy]] to [[excuse]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:29, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A easy to excuse, Str.10.3.1, Plu.Agis 17, Hierocl.in CA19p.461M.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu vertheidigen, Strab. 10, 3, 1; ἀδίκημα Plut. Ag. 17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπολόγητος: -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à excuser.
Étymologie: εὖ, ἀπολογέομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, -ον)
αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία»)
αρχ.
αυτός που είναι ικανός να απολογηθεί καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λογούμαι (πρβλ. αναπολόγητος, δυσαπολόγητος)].
Greek Monotonic
εὐαπολόγητος: -ον (ἀπολογέομαι), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰπολόγητος: легко извиняемый, простительный (ἀδίκημα Plut.).
Middle Liddell
εὐ-απολόγητος, ον ἀπολογέομαι
easy to excuse, Plut.