παιδιώδης: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παιδιώδης:''' игривый, веселый Arst.
|elrutext='''παιδιώδης:''' [[игривый]], [[веселый]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παιδι-ώδης, ες [παιδια]<br />[[playful]], Lat. [[ludibundus]], Arist.
|mdlsjtxt=παιδι-ώδης, ες [παιδια]<br />[[playful]], Lat. [[ludibundus]], Arist.
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδιώδης Medium diacritics: παιδιώδης Low diacritics: παιδιώδης Capitals: ΠΑΙΔΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paidiṓdēs Transliteration B: paidiōdēs Transliteration C: paidiodis Beta Code: paidiw/dhs

English (LSJ)

ες, (παιδιά) A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a. II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.

German (Pape)

[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.

Greek (Liddell-Scott)

παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.

Greek Monolingual

(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.
(II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).

Greek Monotonic

παιδιώδης: -ες (παιδιά), παιγνιώδης, παιχνιδιάρικος, Λατ. ludibundus, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδιώδης -ες [παιδιά] dol op amusement:. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος εἶναι ook wie dol is op amusement geldt als onmatig Aristot. EN 1150b16.

Russian (Dvoretsky)

παιδιώδης: игривый, веселый Arst.

Middle Liddell

παιδι-ώδης, ες [παιδια]
playful, Lat. ludibundus, Arist.