πλόκιος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλόκιος:''' хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - [[varia lectio|v.l.]] [[κλόπιος]]). | |elrutext='''πλόκιος:''' [[хитросплетенный]], [[запутанный]] (μῦθοι Hom. - [[varia lectio|v.l.]] [[κλόπιος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epithet of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).
German (Pape)
[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v.l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.
Russian (Dvoretsky)
πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v.l. κλόπιος).