ὑπέρδεινος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπέρδεινος:''' чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem., Luc.).
|elrutext='''ὑπέρδεινος:''' [[чрезвычайно страшный]], [[ужасный]] (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-δεινος, ον,<br />[[exceeding]] [[alarming]], Dem., Luc.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-δεινος, ον,<br />[[exceeding]] [[alarming]], Dem., Luc.
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδεινος Medium diacritics: ὑπέρδεινος Low diacritics: υπέρδεινος Capitals: ΥΠΕΡΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérdeinos Transliteration B: hyperdeinos Transliteration C: yperdeinos Beta Code: u(pe/rdeinos

English (LSJ)

ον, A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13. 2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.

German (Pape)

[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].

Greek Monotonic

ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδεινος: чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ πρᾶγμα Dem., Luc.).

Middle Liddell

ὑπέρ-δεινος, ον,
exceeding alarming, Dem., Luc.