βαρυαλγής: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βᾰρῠαλγής:''' мучительный ([[νοῦσος]] Anth.). | |elrutext='''βᾰρῠαλγής:''' [[мучительный]] ([[νοῦσος]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἄλγος]] = βαρύαγλητος, Anth.] | |mdlsjtxt=[[ἄλγος]] = βαρύαγλητος, Anth.] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, grievously suffering, Orph. H. 69.7. = βαρυάλγητος (very grievous), νοῦσος Epigr.Gr. 228 (Ephesus), 803 (Delos).
German (Pape)
[Seite 433] ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῦσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυαλγής: -ές, ὁ βαρέως ὑποφέρων, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 7.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠαλγής) -ές
que provoca graves sufrimientos las Erinis, Orph.H.69.7, νοῦσος IEphesos 2101.3 (I d.C.), ID 2388.3, dud. en ICr.2.23.22.1 (Polirrenia I a.C.), pero v. βαρυαλκής.
Greek Monolingual
βαρυαλγής (-οῦς), -ές (AM)
1. αυτός που νιώθει βαρύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
2. εκείνος που προξενεί βαρύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αλγής < άλγος].
Greek Monotonic
βᾰρῠαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που υποφέρει βαριά· βαρυαλγὴς νοῦσος = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰρῠαλγής: мучительный (νοῦσος Anth.).
Middle Liddell
ἄλγος = βαρύαγλητος, Anth.]