κτήσιππος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κτήσιππος:''' владеющий конями Luc. | |elrutext='''κτήσιππος:''' [[владеющий конями]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit. | |elnltext=κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.
German (Pape)
[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.
Greek Monolingual
κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξιππος, κρατήσιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Russian (Dvoretsky)
κτήσιππος: владеющий конями Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.