λεοντοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεοντοφόνος:''' убивающий львов ([[ζῷον]] Arst.).
|elrutext='''λεοντοφόνος:''' [[убивающий львов]] ([[ζῷον]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεοντο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br />[[lion]]-[[killing]], Anth.
|mdlsjtxt=λεοντο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br />[[lion]]-[[killing]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοφόνος Medium diacritics: λεοντοφόνος Low diacritics: λεοντοφόνος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: leontophónos Transliteration B: leontophonos Transliteration C: leontofonos Beta Code: leontofo/nos

English (LSJ)

ον, A lion-killing, νῖκαι AP6.74 (Agath.); λ., ἡ, lionslayer, BMus.Inscr.1061 (Cyrene, ii A.D.). II λεοντοφόνον, τό, a Syrian insect that poisons lions, Arist.Mir.845a28, cf. Ael.NA4.18.

German (Pape)

[Seite 29] Löwen tödtend; νίκη Agath. 27 (VI, 74); τὸ λ., ein Thier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll, Arist. mirab. 158; vgl. Ael. H. A. 4, 18; – aber λεοντόφονος = von Löwen getödtet.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφόνος: -ον, ὁ φονεύων λέοντας, Ἀνθ. Π. 6. 74, Χριστοδ. Ἔκφρ. 137. ΙΙ. λεοντοφόνον, τό, ἔντομόν τι τῆς Συρίας διὰ τοῦ ἰοῦ του φονεῦον τὸν λέοντα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue un ou des lions ; τὸ λεοντοφόνον insecte qui empoisonne les lions.
Étymologie: λέων, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

λεοντοφόνος, -ον (AM)
αυτός που σκοτώνει λιοντάρια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον
είδος εντόμου της Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + φόνος (πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος)].

Greek Monotonic

λεοντοφόνος: -ον (φένω), αυτός που σκοτώνει λιοντάρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφόνος: убивающий львов (ζῷον Arst.).

Middle Liddell

λεοντο-φόνος, ον [*φένω
lion-killing, Anth.