περικωνέω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικωνέω:''' ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).
|elrutext='''περικωνέω:''' [[ваксить]] (τὰ ἐμβάδια Arph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικωνέω Medium diacritics: περικωνέω Low diacritics: περικωνέω Capitals: ΠΕΡΙΚΩΝΕΩ
Transliteration A: perikōnéō Transliteration B: perikōneō Transliteration C: perikoneo Beta Code: perikwne/w

English (LSJ)

A smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.

German (Pape)

[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.

Greek Monotonic

περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren.

Middle Liddell

fut. ήσω κῶνος
to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.