τεκνοκτόνος: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεκνοκτόνος:''' детоубийственный ([[μύσος]] Eur.). | |elrutext='''τεκνοκτόνος:''' [[детоубийственный]] ([[μύσος]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τεκνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />murdering children, Eur. | |mdlsjtxt=τεκνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />murdering children, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:53, 20 August 2022
English (LSJ)
(parox.), ον, A murdering children, μύσος (of a person) τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν = the pollution for children murdered will taint the eyes of my dearest friend, E. HF1155, cf. Ph.2.82, J.Ap.2.24, Hld.10.16.
German (Pape)
[Seite 1082] Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τέκνα, παιδοκτόνος, τ. μύσος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue ses enfants.
Étymologie: τέκνον, κτείνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ.
β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
τεκνοκτόνος: -ον (κτείνω), παιδοκτόνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοκτόνος: детоубийственный (μύσος Eur.).