ὑλοφόρος: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yloforos | |Transliteration C=yloforos | ||
|Beta Code=u(lofo/ros | |Beta Code=u(lofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrying wood]], [[a wood-carrier]], AP9.335 (Leon.); <b class="b3">οἱ ὑ</b>., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>272</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a mountain, [[wooded]], <span class="bibl">Plb.3.55.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A carrying wood, a wood-carrier, AP9.335 (Leon.); οἱ ὑ., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, Ar.Ach.272. II of a mountain, wooded, Plb.3.55.9.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, ξυλοφόρος, Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς ὡσαύτως ὑληφόρος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, δασώδης, Πολύβ. 3. 55, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte du bois;
2 qui produit du bois, boisé.
Étymologie: ὕλη, φέρω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος του Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος].
Greek Monotonic
ὑλοφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοφόρος: (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.).
II ὁ дровонос Anth.