συγκινδυνεύω: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> | |btext=<b>1</b> s'exposer à un danger avec, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> être compagnon d’armes de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κινδυνεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:00, 22 August 2022
English (LSJ)
A incur danger along with others, τισι Th.8.22, Plu.Art.8, etc.; τῷ φράζειν σ. τινί by saying, Pl.Lg.969a; μετά τινος Plb.2.3.5: abs., share in the danger, be partners in danger, X.Ages.11.13, Pl.Phlb.29a, D.15.19, etc.; πρὸς τοὺς βαρβάρους OGI 765.21 (Priene): c. dat. modi, τῷ ναυτικῷ with their navy, Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 967] mit Gefahr laufen, sich mit Einem in Gefahr begeben, τινί, Plat. Phil. 29 a Legg. XII, 969 a; Thuc. 8, 22; Xen. Ages. 11, 13, mit od. neben Einem kämpfen, οἱ μετὰ τῶν εὐζώνων συγκινδυνεύοντες ἱππεῖς, Pol. 2, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συγκινδῡνεύω: κινδυνεύω ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου, τινι Θουκ. 8. 22, Πλούταρχ. κλπ.· τῷ φράζειν σ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 969A· μετά τινος Πολύβ. 2. 3, 5 ― ἀπολ., μετέχω τοῦ κινδύνου, Ξεν. Ἀγησ. 11. 13, Πλάτ. Φίληβ. 29A, Δημ. 196. 3, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ ναυτικῷ, διὰ τοῦ ναυτικοῦ των, Ἰσοκρ. 179A.
French (Bailly abrégé)
1 s'exposer à un danger avec, τινι;
2 particul. être compagnon d’armes de, τινι.
Étymologie: σύν, κινδυνεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῦ ψόγου», Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγκινδῡνεύω: μέλ. -σω, διατρέχω κίνδυνο από κοινού με κάποιον, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., συμμετέχω στον κίνδυνο, κινδυνεύω, πολεμώ μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κινδυνεύω, Att. ook ξυγκινδυνεύω samen gevaar lopen, het gevaar delen; met dat. met iem.; abs.; met acc. v. h. inw. obj.. θάνατον σ. samen levensgevaar lopen Luc. 39.27.
Russian (Dvoretsky)
συγκινδῡνεύω: подвергаться общей опасности, рисковать вместе (βουλόμενοι ἅμα ὡς πλείστους σφίσι ξ. Thuc.): ἐγὼ δ᾽ ὑμῖν συγκινδυνεύσω τῷ φράζειν τὰ δεδογμένα ἐμοί Plat. совместно с вами я рискну сформулировать свою точку зрения (досл. свои мнения); μετὰ τῶν ὁπλιτῶν σ. Polyb. сражаться бок о бок с тяжелой пехотой.
Middle Liddell
fut. σω
to incur danger along with, τινί Thuc., etc.;—absol. to be partners in danger, Xen., Dem., etc.