ὕδρωψ: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ωπος (ὁ) :<br /><b>1</b> hydropisie;<br /><b>2</b> amas d’eau qui s’écoule avant la sortie du fœtus.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].<br /><span class="bld">2</span>ωπος (ὁ, ἡ)<br />hydropique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
|btext=<span class="bld">1</span>ωπος (ὁ) :<br /><b>1</b> hydropisie;<br /><b>2</b> amas d’eau qui s'écoule avant la sortie du fœtus.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].<br /><span class="bld">2</span>ωπος (ὁ, ἡ)<br />hydropique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:23, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδρωψ Medium diacritics: ὕδρωψ Low diacritics: ύδρωψ Capitals: ΥΔΡΩΨ
Transliteration A: hýdrōps Transliteration B: hydrōps Transliteration C: ydrops Beta Code: u(/drwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, (ὕδωρ) A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52. 2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81. 3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ. II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13— in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.). III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).

French (Bailly abrégé)

1ωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d’eau qui s'écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.

Greek Monotonic

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.

Russian (Dvoretsky)

ὕδρωψ: ωπος ὁ
1) мед. водянка Arst.;
2) физиол. околоплодные воды Arst.

Middle Liddell

ὕδρωψ, ωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.