δημεραστής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. δημεράστ- D.C.47.38.3<br />[[enamorado del pueblo]], [[amigo del pueblo]] irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.<i>Alc</i>.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10<br /><b class="num">•</b>peyor. [[δημολόγος]] τε καὶ δ. Them.<i>Or</i>.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.<i>in EN</i> 616.13.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. δημεράστ- D.C.47.38.3<br />[[enamorado del pueblo]], [[amigo del pueblo]] irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.<i>Alc</i>.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10<br /><b class="num">•</b>peyor. [[δημολόγος]] τε καὶ δ. Them.<i>Or</i>.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. [[πολιτικοί]] Mich.<i>in EN</i> 616.13.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεραστής Medium diacritics: δημεραστής Low diacritics: δημεραστής Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmerastḗs Transliteration B: dēmerastēs Transliteration C: dimerastis Beta Code: dhmerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence substantive δημεραστία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.

Greek Monolingual

δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.

Greek Monotonic

δημεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά το λαό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημεραστής: οῦ ὁ народолюб, друг народа Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημεραστής -οῦ, ὁ [δῆμος, ἐραστής] vriend van het volk.

Middle Liddell

a friend of the people, Plat.