δαιμονοβλάβεια: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δαιμονοβλάβεια:''' ἡ ниспосланное богами безумие Polyb. | |elrutext='''δαιμονοβλάβεια:''' ἡ [[ниспосланное богами безумие]] Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A heaven-sent visitation, Plb.28.9.4.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, göttliche Strafe, von der Gottheit verhängter Wahnsinn, Pol. 28, 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονοβλάβεια: ἡ, δυστύχημα ἐκ θεοῦ πεμφθέν, Πολύβ. 28. 9, 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
enajenación mental causada por el demon, Plb.28.9.4, 36.17.15.
Greek Monolingual
δαιμονοβλάβεια, η (Α)
φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -βλάβεια -βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)].
Russian (Dvoretsky)
δαιμονοβλάβεια: ἡ ниспосланное богами безумие Polyb.