ἀφέλεια: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀφέλεια:''' ἡ простота (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).
|elrutext='''ἀφέλεια:''' ἡ [[простота]] (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέλεια Medium diacritics: ἀφέλεια Low diacritics: αφέλεια Capitals: ΑΦΕΛΕΙΑ
Transliteration A: aphéleia Transliteration B: apheleia Transliteration C: afeleia Beta Code: a)fe/leia

English (LSJ)

Ion. ἀφελείη, ἡ, A simplicity, Hp.Decent.3, Antiph.163.8; περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3; of style, Ath.15.693f, Hermog.Id.1.1, al.; opp. σφοδρότης, ib.II; of terminology, Gal.10.269.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, (Ebenheit, übertr.) Einfachheit, Shlichtheit, Pol. 6, 48 Ael. V. H. 3, 10. 8, 27 Plut. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέλεια: ἡ, ἁπλότης, φυσικότης, ἔλλειψις, προσποιήσεως, Ἀντιφάν. ἐν «Μύστιδι» 1. 8, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3. σ. 606· περὶ τὴν δίαιταν Πολύβ. 6. 48, 3· ἐπὶ ὕφους, Ἀθήν. 693F, πρβλ. Εὐστ. 1279. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
simplicité, naïveté ; en parl. de genre de vie ; en parl. du style.
Étymologie: ἀφελής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.3
1 sencillez en el vestir y aspecto externo εὐσχημοσύνη καὶ ἀ. Hp.l.c., συμμετρία καὶ ἀ. Antiph.163.8, cf. Plu.2.142a, AP 16.310 (Damoch.), περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3, cf. Plu.2.158a, τῆς τέχνης Porph.Abst.2.18
esp. del lenguaje y estilo literario ἀρχαιότης καὶ ἀ. τῶν ποιησάντων Ath.693f, cf. D.H.Is.16, Hermog.Id.1.1 (p.215), Gal.10.269, Clem.Al.Paed.1.4.11.
2 simpleza, ingenuidad excesiva ὑπὸ ἀφέλειας ἐσπούδαζε κατασκευάζειν en una discusión filosófica, Chrys.M.61.27.

Greek Monolingual

η (AM ἀφέλεια, Α και -λείη)
αφελής
1. απλότητα, φυσικότητα
2. (για πρόσωπα) απλοϊκότητα, ευπιστία
νεοελλ.
πληθ. αφέλειες
κτένισμα κατά το οποίο πέφτουν στο μέτωπο, με αφέλεια, τούφες από τα μαλλιά.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέλεια:простота (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).