Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαψαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> disperser d’un souffle;<br /><b>2</b> secouer, agiter <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> gratter de ci de là, fouiller <i>en parl. d’oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> disperser d'un souffle;<br /><b>2</b> secouer, agiter <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> gratter de ci de là, fouiller <i>en parl. d'oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115. II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d'un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d'oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).

Middle Liddell


mostly in pres., to brush or blow away, Ar.