τρισκατάρατος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne | |btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:30, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d'être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγκατάρατος.
Greek Monotonic
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.