φαρμακώδης: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />de la nature | |btext=ης, ες:<br />de la nature d'une drogue, <i>d'où</i><br /><b>1</b> médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;<br /><b>2</b> vénéneux, empoisonné.<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, A of the nature of a φάρμακον, 1 medicinal, Arist.HA624a18, Mir.835b32, Pr.863b32; γάλα Thphr.HP9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.CP6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; τὰ -ωδέστερα φάρμακα ib.33. 2 poisonous, Plu.Ant. 47, 2.974c; poisoned, τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b. 3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr.HP9.15.4 (Posit. and Sup.).
German (Pape)
[Seite 1257] ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) θεραπευτικός, ἰαματικός, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) δηλητηριώδης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature d'une drogue, d'où
1 médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;
2 vénéneux, empoisonné.
Étymologie: φάρμακον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / φαρμακώδης, -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](ν)]
1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός
2. δηλητηριώδης
αρχ.
1. δηλητηριασμένος
2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
3. βαφικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση, φαρμακίλα.
Greek Monotonic
φαρμᾰκώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που ταιριάζει στη φύση του φαρμάκου, θεραπευτικός, σε Αριστ.
2. δηλητηριώδης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκώδης:
1) целительный, целебный (ἀλοιφή Arst.);
2) словно отравленный, т. е. нездоровый, негодный для питья (ὕδωρ Plut.);
3) похожий на лекарство, т. е. неприятный на вкус (ὥσπερ ἀλόη Plut.).
Middle Liddell
φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος
1. of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.
2. poisonous, Plut.